- προκατασκευάζω
- ΝΑνεοελλ.1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, -η, -ο(ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία έχουν κατασκευαστεί εκ τών προτέρων μακριά από τον χώρο ανέγερσης και έχουν μεταφερθεί χωριστά σ' αυτόναρχ.1. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων (α. «προκατασκευάζειν νίκην», Διόδ.β. «προκατασκευασμένοις τὰ ἤθη ἐν νόμῳ βιοτεύειν», ΠΔ.γ. «προκατασκευασμένοι φίλους», Πολ.)2. ισχυροποιώ, ενισχύω, δυναμώνω εκ τών προτέρων («προκατασκευάζειν εισβολάς», Αιν. Τακτ.)3. κάνω χρήση προκατασκευής («προκατασκευαζόμενος στοχασμός», Ερμογ.).
Dictionary of Greek. 2013.