προκατασκευάζω

προκατασκευάζω
ΝΑ
νεοελλ.
1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, -η, -ο
(ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία έχουν κατασκευαστεί εκ τών προτέρων μακριά από τον χώρο ανέγερσης και έχουν μεταφερθεί χωριστά σ' αυτόν
αρχ.
1. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων (α. «προκατασκευάζειν νίκην», Διόδ.
β. «προκατασκευασμένοις τὰ ἤθη ἐν νόμῳ βιοτεύειν», ΠΔ.
γ. «προκατασκευασμένοι φίλους», Πολ.)
2. ισχυροποιώ, ενισχύω, δυναμώνω εκ τών προτέρων («προκατασκευάζειν εισβολάς», Αιν. Τακτ.)
3. κάνω χρήση προκατασκευής («προκατασκευαζόμενος στοχασμός», Ερμογ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκατασκευάζῃ — προκατασκευάζω pres subj mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάσω — προκατασκευάζω aor subj act 1st sg προκατασκευάζω fut ind act 1st sg προκατασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάσῃ — προκατασκευάζω aor subj mid 2nd sg προκατασκευάζω aor subj act 3rd sg προκατασκευάζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευῶν — προκατασκευάζω fut part act masc voc sg προκατασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg προκατασκευάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) προκατασκευή preparatory training fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευαζόμενον — προκατασκευάζω pres part mp masc acc sg προκατασκευάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευασθέντα — προκατασκευάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζει — προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζον — προκατασκευάζω pres part act masc voc sg προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζοντα — προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζοντι — προκατασκευάζω pres part act masc/neut dat sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”